δεκεμβριανός

δεκεμβριανός
Aralık, aralık ayında

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεκεμβριανός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται ή έγινε τον μήνα Δεκέμβριο («δεκεμβριανό χιόνι») 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα δεκεμβριανά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Αθήνα τον Δεκέμβριο τού 1944 μετά την κυβερνητική κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Δεκέμβριος. Η λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”